κατασκιρ(ρ)ούμαι

κατασκιρ(ρ)ούμαι
κατασκιρ(ρ)οῡμαι, -όομαι (Α)
γίνομαι σκληρός, ξεραίνομαι, παλιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σκιρ(ρ)οῦμαι «σκληραίνω» (< σκῑρ(ρ)ος «ακαλλιέργητη γη, γύψος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκατασκιρρούμαι — όομαι, Α 1. επιστρώνομαι με σκύρα εκ τών προτέρων 2. μτφ. σκληραίνω, παίρνω σταθερή διαμόρφωση από το χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκιρ(ρ)οῦμαι «γίνομαι σκληρός, ξεραίνομαι, παλιώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”